σμηλίον

σμηλίον
τὸ, Α
βλ. σμιλίον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμιλίον — και σμηλίον, τὸ, Α [σμίλη] (υποκορ. τού σμίλη) 1. είδος κολλυρίου 2. κοπίδι υποδηματοποιοῡ, φαλτσέτα 3. κοντυλομάχαιρο 4. φρ. «ἰατρικὸν σμιλίον» α) χειρουργική γλυφίδα β) είδος δραστικοῡ φαρμάκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”